ΠΩΣ ΤΙΘΕΤΑΙ Η ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ;
Η υποψία για καρκίνο του μαστού μπορεί να τεθεί κάτω από διάφορες συνθήκες. Οι κύριες συνθήκες αφορούν στη θετική προληπτική μαστογραφία, την εντόπιση μέσω ψηλάφησης μιας μάζας στο μαστό, την οποιαδήποτε αλλαγή στο δέρμα του μαστού που παρατηρείται από την ασθενή ή το γιατρό της, ή οποιαδήποτε ροή υγρού από τη θηλή ενός από τους μαστούς.
Η διάγνωση του καρκίνου του μαστού βασίζεται στις εξής τρεις εξετάσεις:
- Κλινική εξέταση. Η φυσική εξέταση των μαστών και των γειτονικών λεμφαδένων περιλαμβάνει επισκόπηση και ψηλάφηση.
- Ακτινολογική εξέταση. Αυτή περιλαμβάνει τη διεξαγωγή μαστογραφίας, και έναν υπερηχογραφικό έλεγχο των μαστών και των γειτονικών λεμφαδένων.
- Σε ορισμένους ασθενείς μπορεί να χρειαστεί μαγνητική τομογραφία των μαστών, ειδικά σε νεαρές γυναίκες με πυκνό μαστικό ιστό, γυναίκες με μεταλλάξεις του γονιδίου BRCA, και γυναίκες με εμφυτεύματα σιλικόνης. Η MRI συνιστάται, επίσης, όταν καρκινικά κύτταρα ανιχνεύονται σε έναν ύποπτο μασχαλιαίο λεμφαδένα, αλλά στη μαστογραφία δεν εντοπίζεται όγκος, ή όταν υπάρχει υποψία πολλών όγκων.
- Ιστολογική εξέταση. Είναι η εργαστηριακή εξέταση του μαστού και του ιστού του όγκου αφού αφαιρεθεί δείγμα από τον όγκο με κόπτουσα βελόνα. Η διαδικασία αυτή λέγεται βιοψία. Αυτή η εργαστηριακή εξέταση θα επιβεβαιώσει τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού και θα δώσει περισσότερες πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά του όγκου. Μια δεύτερη ιστολογική εξέταση θα πραγματοποιηθεί αργότερα, κατά την εξέταση του όγκου και των λεμφαδένων που αφαιρέθηκαν στο χειρουργείο.